μονοφθάλμων

μονοφθάλμων
μονόφθαλμος
one-eyed
masc/fem/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κύκλωπας — ο (AM Κύκλωψ, ωπος) 1. ο μονόφθαλμος γίγαντας Πολύφημος, γιος τής νύμφης Θόωσας, που αναφέρεται στην Οδύσσεια 2. στον πληθ. οι Κύκλωπες ονομασία φυλής τερατόμορφων μονόφθαλμων όντων τής αρχαίας μυθολογίας που κατοικούσαν σε νησί τού Αδριατικού… …   Dictionary of Greek

  • Αριμασποί — Αρχαίος σκυθικός λαός μονοφθάλμων, κατά τον Ηρόδοτο, που τους τοποθετούσε στη σημερινή Σιβηρία· αναφέρει πως άρπαξαν από τους Γρύπες (φτερωτά τέρατα) χρυσάφι. O Στράβων λέει πως o ποιητής Αριστέας o Προκοννήσιος, που έζησε στις αρχές του 6ου αι.… …   Dictionary of Greek

  • Κύκλωπας — ο όνομα μονόφθαλμων γιγάντων της αρχαίας μυθολογίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”